Της Ελευθερίας Μηλάκη
Στα Λιοντάρια, πριν από λίγες μέρες, κάτι που έμοιαζε σαν νεαρό ζευγάρι, έκανε πικνίκ με… σουβλάκια. Μου τράβηξαν την προσοχή, ήταν στη δεκαετία των είκοσι, η κοπέλα ντυμένη κάζουαλ, το αγόρι είχε μούσι ή και μουστάκι αν θυμάμαι καλά. Ήταν αδύνατοι, μικρόσωμοι, η κοπέλα φορούσε και κόκκινο κραγιόν. Σύντομα διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν ήταν ζευγάρι, αλλά συναντιούνταν για πρώτη φορά… Είχαν συναντηθεί μέσω ίντερνετ και έδωσαν ραντεβού σε… σουβλατζίδικο.
- Από που με βρήκες, από το ίνσταγκραμ; Ρωτούσε το κορίτσι…
- Δεν ξέρω, μπορεί αρχικά να σε είδα και στο τίκτοκ, απαντούσε το αγόρι…
Αυτό που παλιά ήταν ταμπού, περιθωριακό, δηλαδή η διαδικτυακή γνωριμία, τώρα είναι ο κανόνας. Επίσης στο διαδίκτυο βρίσκονται διαρκώς οι πελάτες και οι συνεργάτες σου! Πρέπει να κάνεις καλή εντύπωση, να δείχνεις ικανός και αξιόπιστος. Το σημαντικό βέβαια είναι και να είσαι…
- Τι δουλειά κάνεις;
- Τίποτα. Να δουλεύω για τρεις και εξήντα; Απαντά το αγόρι…
- Τι σημαίνει τρεις και εξήντα;
- Δηλαδή τίποτα, μικρό μεροκάματο…
Μου φάνηκε περίεργο που το κορίτσι των είκοσι δεν ήξερε την έκφραση «τρεις και εξήντα». Μήπως είναι αλλοδαπή; Δεν φαίνεται. Η γλώσσα εξελίσσεται σαν ζωντανός οργανισμός, τα χρόνια πέρασαν, μπορεί να θέλεις να νιώθεις για πάντα σαν φοιτήτρια, αλλά δεν γίνεται, οι καταστάσεις αλλάζουν, οι λέξεις αλλάζουν, πιο συχνά απλά χρησιμοποιούνται άλλες λέξεις για να περιγράψουν καταστάσεις που μένουν ίδιες.
- Πες κάτι, μίλα…
- Τι να πω…
Συνηθίσανε τόσο πολύ την ψηφιακή επικοινωνία που δεν μπορούν πια να επικοινωνήσουν διά ζώσης. Μπορεί να συμβεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες… Συναντάς ένα φίλο ή συγγενή και δεν έχετε τι να πείτε, λέτε για τα… στόρις και τα ποστ… Αυτοί οι δύο χρειάζονται το ίντερνετ ως διερμηνέα ανάμεσά τους! Μια γνωριμία δι… αντιπροσώπου. Αυτοί μπορεί και να νομίζουν ότι αυτό είναι φυσιολογικό, αφού δεν έχουν γνωρίσει κάτι άλλο…
Νοσταλγώ την εποχή που τα μαθήματα γινόταν με άμεσο τρόπο, χωρίς την εισβολή της τεχνολογίας, μου έλεγε ένας φίλος…
Και εγώ αυτό νοσταλγώ. Το φροντιστήριο της Μ.Φ. στην οδό Ψαρομηλίγκων, ένα παλιό μεγάλο υπέροχο κτίριο, με ελάχιστο ως καθόλου ντεκόρ, με διαλεγμένα παλιά βιβλία, με μεθόδους που φτάνουν χρόνια πίσω… Ένα χρόνο μας πήρε να μάθουμε να γράφουμε καλλιγραφικά, ενωμένα τα γράμματα, χωρίς να σταματάει το χέρι μέχρι να γράψει μια ολόκληρη λέξη… Τώρα τι κερδίσαμε; Μπαίνει ο αφελής και αγοράζει ένα «πρόγραμμα» διδασκαλίας ονλάιν και βγάλτα πέρα μόνος σου μετά, σου προσφέρει και μερικές δια ζώσης συναντήσεις… Και τα ψώνια; Τα ψώνια που μας άρεσαν; Δεν θέλω πια πολλά. Θέλω λιγότερα και καλύτερα. Ή καθόλου. Θέλω παλιά πράγματα. Μάθαμε να αγαπάμε αντικείμενα και όχι ανθρώπους και τώρα που ο καπιταλισμός μας αφήνει χρόνους έχουμε τρελαθεί, έχουμε χάσει το μπούσουλα… Θέλουμε να αγοράζουμε, έστω και αέρα κοπανιστό. Να αγοράζουμε, να καταναλώνουμε, να περνάμε καλά, να ξεχνάμε τι;
Και μετά σκέφτηκα πάλι το αγόρι που δεν ήθελε να δουλεύει για τρεις και εξήντα. Ήθελα να του πω, έχεις δίκιο. Οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι ικανοποιημένοι, ευτυχισμένοι, καλοπληρωμένοι. Να μπορούν να είναι γνήσια φιλικοί προς τον πελάτη. Όχι να διαφημίζουν ελάτε τουρίστες στο τάδε μέρος, οι άνθρωποι είναι απίστευτα φιλικοί, και αυτοί από μέσα τους να βράζουν εξαγριωμένοι και να εξυπηρετούν με ψεύτικη φιλικότητα… Ήθελα να του πω για μία φορά που εργοδότρια μου έβαλε παραπάνω δουλειά χωρίς επιπλέον αμοιβή και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ πρόσθεσε «και τι θα κάνεις δηλαδή, θα χαζεύεις στο… φέησμπουκ»; Επίσης ήθελα να του πω ότι προσωπικά θα πλήρωνα για να δουλεύω, γιατί η εργασία εκτός από τρόπος βιοπορισμού είναι και τρόπος να έχεις ταυτότητα, να έχεις αυτοεκτίμηση, να νίωθεις ότι αξίζεις, να νιώθεις δηλαδή χρήσιμος. Η αποχή από την εργασία, επειδή δεν συμφέρει οικονομικά, είναι τελικά σε βάρος της ψυχής. Δουλεία είναι να βιάζεσαι να σχολάσεις, δουλειά είναι να θέλεις να μείνεις περισσότερο… Γνωρίζω ανθρώπους που μετά τη συνταξιοδότησή τους έπεσαν ψυχολογικά, το είπε πρόσφατα και ένας γνωστός παλαίμαχος ποδοσφαιριστής.
Και κάτι τελευταίο. Να μην ξεχνάμε τη νοικοκυρά. Ακόμα και αν δεν «δουλεύει» εκτός σπιτιού, το νοικοκυριό είναι μια δουλειά από μόνο του, συχνά και δυσάρεστη, γιατί δεν έχουν όλες οι νοικοκυρές τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν καθαριστές ή οικιακούς βοηθούς. Αυτή που μένει στο σπίτι για να είναι όλα εντάξει, αυτή σου κάνει χάρη, όχι εσύ που βγαίνεις για να φέρεις το ψωμί… Δεν μπορείς να έχεις μια γυναίκα και να της φέρεσαι ως παράσιτο και δούλα μαζί, όπως γινόταν χρόνια τώρα με τις νοικοκυρές… Μια ανθοδέσμη για τη νοικοκυρά που τόσα χρόνια καταπιέζεται και βιώνει πώς είναι να μην σε υπολογίζει κανείς, άλλη μία για τον εργάτη που χάνει τη ζωή του στην οικοδομή ή στο εργοστάσιο, επειδή κανείς δεν νοιάστηκε για την ασφάλειά του, μία για το μετανάστη που πνίγεται για να βρει ένα χαμένο παράδεισο. Ο άνθρωπος του λαού είναι ένας Σίσυφος, όλη μέρα ανεβάζει στην πλαγιά έναν ογκόλιθο, ο οποίος πέφτει. Και πάλι από την αρχή…